πλαδαρότης

πλαδαρότης
πλαδαρότης
flaccidity
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλαδαρότητος — πλαδαρότης flaccidity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρότητα — η / πλαδαρότης, ητος, ΝΑ [πλαδαρός] (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) η ιδιότητα τού πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”